- εναποτυποομαι
- ἐναποτυπόομαιἐν-αποτῠπόομαιбыть запечатлеваемым
(ταῖς ψυχαῖς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ταῖς ψυχαῖς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐναποτυποῦμαι — ἐναποτυπόομαι receive impressions pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτυποῦνται — ἐναποτυπόομαι receive impressions pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτυποῦσθαι — ἐναποτυπόομαι receive impressions pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτυπούμεναι — ἐναποτυπόομαι receive impressions pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτυπούμενος — ἐναποτυπόομαι receive impressions pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτυπωθέντας — ἐναποτυπόομαι receive impressions aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτυπωθέντος — ἐναποτυπόομαι receive impressions aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποτυπώσει — ἐναποτυπόομαι receive impressions fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)